- κραταίγονος
- κρᾰταί-γονος, ἡ,A = κραταιόγονον, Thphr.HP9.18.5 (prob.l.):— also [suff] κρᾰταί-γονον, τό, Ps.-Dsc.3.124, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταίγονος — κραταίγονος, ἡ, και κραταίγονον, τὸ (Α) το κραταιόγονον* … Dictionary of Greek
κραταίγονον — neut nom/voc/acc sg κραταίγονος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)